- μωρότατος
- μωρόςdullmasc nom superl sgμωρόςdullmasc nom superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολόμωρος — ὁλόμωρος, ον (Μ) εντελώς μωρός, μωρότατος … Dictionary of Greek